- λοξοτρόχις
- λοξοτρόχις, ιδος, ἡ,A oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP9.191; cf.
λοξός 3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λοξός 3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λοξοτρόχις — λοξοτρόχις, ιδος, ἡ (Α) (για το ποίημα Κασσάνδρα τού Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»] … Dictionary of Greek
λοξοτρόχις — λοξοτρόχῑς , λοξοτρόχις oblique running fem acc pl (epic doric ionic aeolic) λοξοτρόχις oblique running fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek